γερανατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερανατζής οι γερανατζήδες
      γενική του γερανατζή των γερανατζήδων
    αιτιατική τον γερανατζή τους γερανατζήδες
     κλητική γερανατζή γερανατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γερανατζής, ή γερανιτζής < γερανός + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γερανατζής αρσενικό
  • (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ή οδηγός γερανοφόρου οχήματος,
  • ο χειριστής γερανού
  • ο χειριστής πλωτού γερανού

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • οι γερανατζήδες, ή γερανιτζήδες στο λιμάνι του Πειραιά και των μεγάλων λιμένων αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία λιμενεργατών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]