γεροντοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.ɾon.do.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρο‐ντο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεροντοκρατία θηλυκό
- η κυριαρχία στην εξουσία (την πολιτική ή κοινωνική) της τρίτης ηλικίας, η έλλειψη νεωτερισμού, η παγίωση παλιών αντιλήψεων και η απροθυμία για καινοτομίες σε οργανισμό, φορέα κ.λπ.
- η πλειοψηφία ατόμων άνω των 60 ετών σε στέκι, πλατεία, δημόσιο χώρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεροντοκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γεροντο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)