γερόλυκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γερόλυκος αρσενικό
- ένας γερασμένος λύκος
- (μεταφορικά) άνθρωπος μεγάλης ηλικίας με αξιόλογη δράση σε έναν τομέα, βετεράνος
- ο γερόλυκος της ροκ επιστρέφει με νέες συναυλίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γερόλυκος