γερόλυκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερόλυκος οι γερόλυκοι
      γενική του γερόλυκου των γερόλυκων
    αιτιατική τον γερόλυκο τους γερόλυκους
     κλητική γερόλυκε γερόλυκοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερόλυκος < (γέρος) γερό- + λύκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γερόλυκος αρσενικό

  1. ένας γερασμένος λύκος
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος μεγάλης ηλικίας με αξιόλογη δράση σε έναν τομέα, βετεράνος
    ο γερόλυκος της ροκ επιστρέφει με νέες συναυλίες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]