γεφυροποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεφυροποιός οι γεφυροποιοί
      γενική του γεφυροποιού των γεφυροποιών
    αιτιατική τον γεφυροποιό τους γεφυροποιούς
     κλητική γεφυροποιέ γεφυροποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφυροποιός < (ελληνιστική κοινήγεφυροποιός < αρχαία ελληνική γέφυρα + -ποιός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεφυροποιός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός (αρχιτέκτονας, μηχανικός, τεχνίτης κ.λπ.) που κατασκευάζει γέφυρες
     συνώνυμα: (λαϊκότροπο) γεφυράς, γεφυρωτής, (παρωχημένο) κιοπρουλής
  2. (μεταφορικά) αυτός που αποπειράται να συμβιβάσει δύο ή περισσότερες πλευρές που διαφωνούν μεταξύ τους, και να τους φέρει σε επαφή και επικοινωνία
     συνώνυμα: γεφυρωτής, συμφιλιωτής, ειρηνοποιός, διαμεσολαβητής
     αντώνυμα: διασπαστής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεφυροποιός οἱ γεφυροποιοί
      γενική τοῦ γεφυροποιοῦ τῶν γεφυροποιῶν
      δοτική τῷ γεφυροποι τοῖς γεφυροποιοῖς
    αιτιατική τὸν γεφυροποιόν τοὺς γεφυροποιούς
     κλητική ! γεφυροποιέ γεφυροποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεφυροποιώ
γεν-δοτ τοῖν  γεφυροποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφυροποιός < γέφυρα + -ποιός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεφυροποιός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]