γεωματική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωματική οι γεωματικές
      γενική της γεωματικής των γεωματικών
    αιτιατική τη γεωματική τις γεωματικές
     κλητική γεωματική γεωματικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωματική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωματική θηλυκό

  • η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την συλλογή, καταγραφή, ανάλυση, διαχείριση και παρουσίαση (γεω)χωρικών πληροφοριών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]