γεωπονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωπονία οι γεωπονίες
      γενική της γεωπονίας των γεωπονιών
    αιτιατική τη γεωπονία τις γεωπονίες
     κλητική γεωπονία γεωπονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωπονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική géoponie < ελληνιστική κοινή γεωπονία (καλλιέργεια της γης)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.o.poˈni.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωπονία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωπονία < γεωπόν(ος) < γεω- + πόνος ("αγρότης, γεωργός") + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωπονία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]