γεωχημικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωχημικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
γεωχημικός αρσενικό -ή, -ό
- σχετικός με τη γεωχημεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωχημικός, -ή
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας που είναι ειδικευμένος στη γεωχημεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετικός με τη γεωχημεία
επιστήμονας
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)