γεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεύομαι (σήμαινε τρώγω, μεταγενέστερος τύπος του γεύω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʝe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

γεύομαι, πρτ.: γευόμουν, στ.μέλλ.: θα γευτώ, αόρ.: γεύτηκα (αποθετικό ρήμα) και γεύω[1]

  1. νιώθω τη γεύση ενός φαγητού ή ποτού που δοκιμάζω
  2. δοκιμάζω μια απολαυστική εμπειρία, απολαμβάνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
γευ- 

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. "γεύω" - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

γεύομαι

Πηγές[επεξεργασία]