γηθοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γηθοσύνη < αρχαία ελληνική γηθοσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γηθοσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γηθοσύνη
|
γηθοσύνη θηλυκό
|