γιάμπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιάμπολη < Υάμπολις στην ανατολικη Ρωμυλία (σήμερα στη Βουλγαρία, η Yambol), που παρήγαγε το βότανο και που οι Τουρκου ονόμασαν Γιάμπολου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιάμπολη θηλυκό (γενική: της γιάμπολης)
- βότανο από είδος γλυκόριζας, της glycyrrhiza glabra (γλυκίρρζα η άτριχος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιάμπολη
|