γιομόζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιομόζω < γεμίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
γιομόζω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του γεμίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιομόζω
|
γιομόζω
|