γκέι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκέι < (άμεσο δάνειο) αγγλική gay

Ουσιαστικό

γκέι αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις