γκοφρέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκοφρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική gaufré [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡoˈfɾe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκο‐φρέ

Επίθετο[επεξεργασία]

γκοφρέ άκλιτο

  1. ανάγλυφος, που έχει ανάγλυφη επιφάνεια
    χρειάζομαι για τη χειροτεχνία μου ένα γκοφρέ χαρτί
  2. (για τεχνική, ουσιαστικοποιημένο) τεχνική διεργασία ώστε να αποτυπωθούν σε υλικό ανάγλυφα σχήματα και σχέδια· αναγλυφοτυπία
    γκοφρέ (embossing). Το αντίστροφο αποτέλεσμα της εσώγλυφης εκτύπωσης ( από το διαδίκτυο, 2021)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]