γλαδιόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλαδιόλα οι γλαδιόλες
      γενική της γλαδιόλας των γλαδιολών
    αιτιατική τη γλαδιόλα τις γλαδιόλες
     κλητική γλαδιόλα γλαδιόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλαδιόλα < γλαδίολ(ος) + < λατινική gladiolus < gladius (ξίφος) < γαλατικά *kladyos ‎(ξίφος) < πρωτοκελτική *kladiwos ‎(ξίφος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₂- ‎(χτυπώ, πλήττω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣlaˈðʝo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλα‐δι‐ό‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλαδιόλα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]