γλοιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλοιός | οι | γλοιοί |
γενική | του | γλοιού | των | γλοιών |
αιτιατική | τον | γλοιό | τους | γλοιούς |
κλητική | γλοιέ | γλοιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλοιός < αρχαία ελληνική γλοιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλοιός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλοιός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλοιός αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
γλοιός, ά, όν