γλυκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκίζω < (ελληνιστική κοινήγλυκίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γλυκίζω

  • έχω κάπως γλυκιά γεύση, σαν όμως και αυτή η λίγη γλύκα να είναι ανεπιθύμητη


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]