γοητευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣo.i.te.ftiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
γοητευτικός -ή -ό
- γοητευτικό χαμόγελο
γοητευτικός -ή -ό