γοργόφτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοργόφτερος η γοργόφτερη το γοργόφτερο
      γενική του γοργόφτερου της γοργόφτερης του γοργόφτερου
    αιτιατική τον γοργόφτερο τη γοργόφτερη το γοργόφτερο
     κλητική γοργόφτερε γοργόφτερη γοργόφτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοργόφτεροι οι γοργόφτερες τα γοργόφτερα
      γενική των γοργόφτερων των γοργόφτερων των γοργόφτερων
    αιτιατική τους γοργόφτερους τις γοργόφτερες τα γοργόφτερα
     κλητική γοργόφτεροι γοργόφτερες γοργόφτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοργόφτερος < γοργός + φτερό

Επίθετο[επεξεργασία]

γοργόφτερος, -η, -ο

  1. που πετάει με μεγάλη ταχύτητα
    το γοργόφτερο πουλί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]