γοργόφτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γοργόφτερος, -η, -ο
- που πετάει με μεγάλη ταχύτητα
- το γοργόφτερο πουλί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γοργόφτερος
|