γουρλίδικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουρλίδικα < γουρλίδικος

Επίρρημα[επεξεργασία]

γουρλίδικα

  • που φέρνει ή έφερε τύχη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γουρλίδικα