γούρμασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γούρμασμα < γουρμάζω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γούρμασμα ουδέτερο
- η ωρίμανση
- Το γούρμασμα των καρπών.
γούρμασμα ουδέτερο