γυαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυαλίζω < ελληνιστική ὑαλίζω < αρχαία ελληνική ὕαλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝaˈli.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

γυαλίζω

  1. (αμετάβατο) λάμπω, αστράφτω, στίλβω, είμαι γυαλιστερός
    το μαγαζί γυάλιζε από καθαριότητα
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι να λάμπει, να είναι γυαλιστερό / αστραφτερό
    γυάλισα τα ασημικά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • γυαλίζει το μάτι μου : έχω άγρια όψη, έχω οξύθυμη διάθεση
  • γυαλίζω τον πάγκο : δε συμμετέχω στους αγώνες, κάθομαι στον πάγκο των αναπληρωματικών
  • μου γυαλίζει κάτι : μου προκαλεί το ενδιαφέρον, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]