δάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δάκος | οι | δάκοι |
γενική | του | δάκου | των | δάκων |
αιτιατική | τον | δάκο | τους | δάκους |
κλητική | δάκε | δάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάκος < αρχαία ελληνική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάκος αρσενικό
- (έντομο) (Bactrocera oleae) δίπτερο παρασιτικό έντομο που προσβάλλει τον καρπό της ελιάς και καταστρέφει την παραγωγή
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- δάκος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δάκος