δάσκαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάσκαλος οι δάσκαλοι
      γενική του δασκάλου
δάσκαλου
των δασκάλων
    αιτιατική τον δάσκαλο τους δασκάλους
δάσκαλους
     κλητική δάσκαλε δάσκαλοι
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, οι δασκάλοι.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δάσκαλος < διδάσκαλος < διδάσκω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈða.ska.los/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δάσκαλος αρσενικό (θηλυκό δασκάλα ή δασκάλισσα)

  1. αυτός που διδάσκει
  2. (επάγγελμα, εκπαίδευση) ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο
  3. ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, ο μεγάλος ζωγράφος
  4. ο δεξιοτέχνης ενός μουσικού οργάνου
  5. (μεταφορικά) αυτός που αρέσκεται να δίνει συμβουλές στους άλλους
  6. (αργκό) ο αστυνόμος (στη γλώσσα των κακοποιών)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]