δέση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δέση οι δέσεις
      γενική της δέσης* των δέσεων
    αιτιατική τη δέση τις δέσεις
     κλητική δέση δέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δέσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέσις < δέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέση θηλυκό

  1. (σπάνιο) το δέσιμο
  2. (φιλολογία, κυρίως στην αρχαία τραγωδία αλλά και σε άλλα είδη) η πλοκή της υπόθεσης ενός έργου μέχρι την κορύφωση της ευτυχίας ή δυστυχίας ενός ήρωα
  3. (λαϊκότροπο) νεροδεσιά, υδατοφράκτης

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέση