δίζηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίζηση οι διζήσεις
      γενική της δίζησης* των διζήσεων
    αιτιατική τη δίζηση τις διζήσεις
     κλητική δίζηση διζήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διζήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίζηση < ελληνιστική κοινή δίζησις (έρευνα, διερεύνηση) < αρχαία ελληνική δίζημαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyh₂ / *dyeh₂

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίζηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]