δίπατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίπατο | τα | δίπατα |
γενική | του | δίπατου | των | δίπατων |
αιτιατική | το | δίπατο | τα | δίπατα |
κλητική | δίπατο | δίπατα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίπατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπατος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.pa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐πα‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίπατο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίπατο
|