δίπλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίπλωση | οι | διπλώσεις |
γενική | της | δίπλωσης* | των | διπλώσεων |
αιτιατική | τη | δίπλωση | τις | διπλώσεις |
κλητική | δίπλωση | διπλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διπλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίπλωση < αρχαία ελληνική δίπλωσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίπλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διπλώνω