δαιμονιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαιμονιακός < δαίμων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /δe.mo.ni.aˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
δαιμονιακός, -ή, -ό
- που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαιμόνιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαιμονιακός
|