δαιμονομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαιμονομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démonomanie < αρχαία ελληνική δαίμων + μανία (< μαίνομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαιμονομανία θηλυκό
- το να είναι κάποιος δαιμονομανής, να έχει μανία με τους δαίμονες, η ιδιότητα του δαιμονομανούς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δαιμονομανής
- → δείτε τις λέξεις δαίμονας και μανία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαιμονομανία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)