δαιμόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δαιμόνιο τα δαιμόνια
      γενική του δαιμόνιου
δαιμονίου
των δαιμόνιων
δαιμονίων
    αιτιατική το δαιμόνιο τα δαιμόνια
     κλητική δαιμόνιο δαιμόνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαιμόνιο < (ελληνιστική κοινήδαιμόνιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαιμόνιο ουδέτερο

  1. κακοποιό πνεύμα, δαίμονας
  2. η ιδιαίτερη εξυπνάδα και οποιαδήποτε ξεχωριστή ικανότητα έχει ένας άνθρωπος ή λαός
    το δαιμόνιο του Έλληνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]