δακτυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δακτυλικός < δάκτυλος
Επίθετο[επεξεργασία]
δακτυλικός -ή -ό
- σχετικός με το δάχτυλο
- δακτυλικά αποτυπώματα
- που γίνεται με το δάχτυλο
- ο καρκίνος του προστάτη διαγιγνώσκεται με δακτυλική εξέταση
- για το ποιητικό μέτρο που αποτελείται από δακτύλους
- τα ομηρικά έπη είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δακτυλικός
|
δακτυλικά αποτυπώματα