δακτυλιοειδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δακτυλιοειδώς < δακτυλιοειδής
Επίρρημα[επεξεργασία]
δακτυλιοειδώς
- έχοντας τη μορφή δακτυλίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δακτυλιοειδώς
|