δαμάσκηνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δαμάσκηνο τα δαμάσκηνα
      γενική του δαμάσκηνου των δαμάσκηνων
    αιτιατική το δαμάσκηνο τα δαμάσκηνα
     κλητική δαμάσκηνο δαμάσκηνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δαμάσκηνα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαμάσκηνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δαμάσκηνον < ελληνιστική κοινή Δαμασκηνόν, ουδέτερο του Δαμασκηνός < Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτικής προέλευσης דמשק

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαμάσκηνο ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός της δαμασκηνιάς
  2. (αργκό) η σφαίρα όπλου (στη γλώσσα των κακοποιών)
    τον ξάπλωσε με δυο δαμάσκηνα...

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]