δαμαλίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαμαλίδα οι δαμαλίδες
      γενική της δαμαλίδας των δαμαλίδων
    αιτιατική τη δαμαλίδα τις δαμαλίδες
     κλητική δαμαλίδα δαμαλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαμαλίδα < αρχαία ελληνική δάμαλις < δαμάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.maˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐μα‐λί‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαμαλίδα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) νεαρή αγελάδα
    άλλες μορφές: δαμάλα
  2. (ιατρική) το εμβόλιο για την ευλογιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]