δαμαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμαλισμός αρσενικό
- (ιατρική) ο εμβολιασμός για την καταπολέμηση της ευλογιάς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαμαλισμός
|