δανειολήπτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δανειολήπτρια οι δανειολήπτριες
      γενική της δανειολήπτριας των δανειοληπτριών
    αιτιατική τη δανειολήπτρια τις δανειολήπτριες
     κλητική δανειολήπτρια δανειολήπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δανειολήπτρια < θηλυκό του δανειολήπτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δανειολήπτρια θηλυκό

  • αυτή που παίρνει δάνειο
  • (ως επίθετο)
    η δανειολήπτρια εταιρεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]