δαντέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαντέλα οι δαντέλες
      γενική της δαντέλας των δαντελών
    αιτιατική τη δαντέλα τις δαντέλες
     κλητική δαντέλα δαντέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δαντέλα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαντέλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική dentelle < dent +‎ -elle < παλαιά γαλλική dent < λατινική dentem, αιτιατική του dens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃dénts, *h₃dónts

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðanˈde.la/ & /ðanˈte.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐ντέ‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαντέλα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]