δασοπονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασοπονία οι δασοπονίες
      γενική της δασοπονίας των δασοπονιών
    αιτιατική τη δασοπονία τις δασοπονίες
     κλητική δασοπονία δασοπονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασοπονία < δασοπόνος + -ία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.so.poˈni.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δασοπονία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]