δαυλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαυλί | τα | δαυλιά |
γενική | του | δαυλιού | των | δαυλιών |
αιτιατική | το | δαυλί | τα | δαυλιά |
κλητική | δαυλί | δαυλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαυλί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαυλί ουδέτερο
- δάδα, δαυλός
- το αποτέλεσμα της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ
- ≈ συνώνυμα: "καζίκι"
- "Πήγα σε μια κουρά και έγινα δαύλι τση μεθιάς"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαυλί
|