δαφνοειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðaf.no.iˈðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαφ‐νο‐ει‐δές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαφνοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δαφνοειδής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δαφνοειδές τα δαφνοειδή
      γενική του δαφνοειδούς των δαφνοειδών
    αιτιατική το δαφνοειδές τα δαφνοειδή
     κλητική δαφνοειδές δαφνοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δαφνοειδές ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δαφνοειδές