δαφνόκουκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαφνόκουκο < μεσαιωνική ελληνική δαφνόκοκκον / δαφνιδοκόκκιον (ορθογραφική απλοποίηση) < αρχαία ελληνική δάφνη + κόκκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαφνόκουκο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαφνόκουκο
|