δείλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δείλια οι δείλιες
      γενική της δείλιας
    αιτιατική τη δείλια τις δείλιες
     κλητική δείλια δείλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δείλια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δείλια θηλυκό, χωρίς γενική πληθυντικού

  • ένδειξη φόβου απέναντι σε κάτι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

φόβος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]