δειγματολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δειγματολόγιο τα δειγματολόγια
      γενική του δειγματολόγιου
δειγματολογίου
των δειγματολόγιων
δειγματολογίων
    αιτιατική το δειγματολόγιο τα δειγματολόγια
     κλητική δειγματολόγιο δειγματολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δειγματολόγιο < δειγματο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δειγματολόγιο ουδέτερο

δείξτε στον κύριο το δειγματολόγιο με τα υφάσματα για κουρτίνες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]