δεκαρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαρολογία < δεκαρολόγος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκαρολογία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του δεκαρολόγου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαρολογία
|