δελτάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δελτάριο τα δελτάρια
      γενική του δελτάριου
δελταρίου
των δελτάριων
δελταρίων
    αιτιατική το δελτάριο τα δελτάρια
     κλητική δελτάριο δελτάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δελτάριο < (καθαρεύουσα) δελτάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δελτάριον (< δέλτος).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε δελτ(ίο) + -άριο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δελτάριο ουδέτερο

  1. (γενικότερα) χαρτονένια κάρτα
  2. (ειδικότερα) ταχυδρομική κάρτα, καρτ ποστάλ
    ταχυδρομικό δελτάριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]