δεντρογαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεντρογαλιά οι δεντρογαλιές
      γενική της δεντρογαλιάς των δεντρογαλιών
    αιτιατική τη δεντρογαλιά τις δεντρογαλιές
     κλητική δεντρογαλιά δεντρογαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δεντρογαλιά πάνω σε πέτρα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεντρογαλιά < δενδρογαλή < δένδρο + γαλή (επειδή αναρριχάται σε δέντρα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεντρογαλιά θηλυκό

  • μη δηλητηριώδες είδος φιδιού (Hierophis gemonensis και παλαιότερα Coluber gemonensis)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]