δεξαμενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεξαμενισμός < δεξαμενίζω + -ισμός < δεξαμενή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική docking)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεξαμενισμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δεξαμενή
- δεξαμενιζόμενος
- δεξαμενίζω