δεξαμενόπλοιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεξαμενόπλοιο τα δεξαμενόπλοια
      γενική του δεξαμενόπλοιου των δεξαμενόπλοιων
    αιτιατική το δεξαμενόπλοιο τα δεξαμενόπλοια
     κλητική δεξαμενόπλοιο δεξαμενόπλοια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεξαμενόπλοιο < δεξαμενή + -ο- + πλοίο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tanker)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεξαμενόπλοιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]