δερματεμπόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερματεμπόριο < δέρματ(ος) + -εμπόριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δερματεμπόριο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερματεμπόριο
|