δερματοχειρουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερματοχειρουργός < δέρμα + -ο- + χειρουργός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δερματοχειρουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) ιατρός που ειδικεύεται και ασχολείται με την δερματοχειρουργική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δερματοχειρουργική
- → δείτε τις λέξεις δέρμα, χειρουργός, χέρι και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερματοχειρουργός
|